ἐπουράνια

ἐπουράνια
ἐπουράνιος
heavenly
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επουράνιος — α, ο (AM ἐπουράνιος, ον Α και ος, η και α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στον ουρανό, ουράνιος («ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος», ΚΔ) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επουράνια ουρανός («σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια») 3. (το αρσ.… …   Dictionary of Greek

  • επουράνιος — α, ο 1. που υπάρχει πάνω από τον ουρανό ή στον ουρανό: Η επουράνια βασιλεία. 2. ο πληθ. του ουδ., επουράνια οι ουρανοί, τα μεσούρανα, τα ύψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επίγειος — α, ο (AM ἐπίγειος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στη γη, γήινος (σε αντίθεση προς τον ουράνιο) («επίγειος παράδεισος», «οὐράνιον ἄνθρωπον καὶ ἐπίγειον ἄγγελον» [για αγίους]) 2. εγκόσμιος ή κοσμικός (σε αντίθεση προς τον πνευματικό) 3. (για βλαστούς… …   Dictionary of Greek

  • κληρουχία — η (AM κληρουχία) [κληρούχος] 1. η διανομή γης με κλήρωση («περί τής Σάμου κληρουχίας ἐδημηγόρησεν», Αριστοτ.) 2. συνεκδ. το σύνολο τών κληρούχων μσν. φρ. «θεία κληρουχία» ή άνω κληρουχία» επουράνια κληρονομιά, παράδεισος αρχ. 1. αριθμημένος… …   Dictionary of Greek

  • παράδεισος — I Κατά τη χριστιανική θρησκεία, ο τόπος της τέλειας μακαριότητας, όπου θα παραμείνουν αιώνια οι δίκαιοι μετά τον θάνατό τους. Η λέξη, που έχει περσική προέλευση, σημαίνει κήπος, και εμφανίζεται στη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης των Εβδομήκοντα,… …   Dictionary of Greek

  • περιεργάζομαι — ΝΜΑ, και περιεργάζω Μ [περίεργος] ερευνώ, εξετάζω προσεκτικά (α. «περιεργάζομαι το κόσμημα» β. «κάλλη γυναικῶν περιεργαζομένῃ», Ιωάνν. Χρυσ.) μσν. ενεργ. περιεργάζω αναζητώ προσεκτικά μσν. αρχ. 1. κοπιάζω υπερβολικά, καταγίνομαι σε κάτι με πολύ… …   Dictionary of Greek

  • στρατεύω — (I) ΝΜΑ [στρατός] (μέσ. και παθ.) στρατεύομαι καλούμαι και κατατάσσομαι στον στρατό, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης νεοελλ. μέσ. 1. μτφ. (το μέσ.) στρατεύομαι τάσσομαι στην υπηρεσία ενός σκοπού 2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) στρατευόμενος …   Dictionary of Greek

  • ύψιστος — η, ο υπερθ. του υψηλός (βλ. λ.) 1. ο πάρα πολύ υψηλός, ο υψηλότατος, ο πανύψηλος. 2. μτφ., μέγιστος, σπουδαιότατος, σημαντικότατος, σοβαρότατος: Tα ύψιστα συμφέροντα του κράτους. 3. μτφ., τεράστιος, κολοσσιαίος: Οι πυραμίδες της Αιγύπτου είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”